Διαβάσαμε και σχολιάζουμε: βιβλιοκριτική του Σoνόρχ της Τζένης Δάγλα
Σονόρχ - Το magnum opus της Τζένης Δάγλα. Μια μελέτη πάνω στο χρόνο.
Γράφει η Κακλαμάνη Αθηνά
Η επιλογή και εν τέλει η ανάγνωση ενός βιβλίου μοιάζει με την εξιχνίαση ενός εγκλήματος. Έτσι, πολλοί από εμάς ξεκινάμε από ορισμένες προπαρασκευαστικές ενέργειες, όπως είναι η προσεκτική παρατήρηση του τίτλου και του εξωφύλλου του, η αίσθηση της ράχης του στην παλάμη ή η μέτρηση και η μυρωδιά των σελίδων του, επιθυμώντας να θέσουμε σε εγρήγορση όλες μας τις αισθήσεις, ώστε να αναχθεί εν τέλει η ανάγνωση σε κάτι περισσότερο, ήτοι μια πραγματικά βιωμένη εμπειρία. Άλλοι, πάλι, θέλουν να προσθέτουν και τη δική τους προσωπική σφραγίδα σε αυτό το μυστήριο τελετουργικό της ανάγνωσης, ξεφυλλίζοντας το και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα κεφάλαια του, ακόμα και στο τέλος του, είτε λόγω ανυπομονησίας, είτε γιατί δεν αντέχουν να μην έχουν τον έλεγχο της πλοκής και των ηρώων του. Με αυτό τρόπο δημιουργούν, εν τέλει, έναν ασφαλή χώρο μέσα στον οποίο μπορούν να εξελιχθούν οι χαρακτήρες και τα ερωτήματα του βιβλίου, μέσω ενός είδους οργανικής ανάγνωσης.
Όταν, λοιπόν, πήρα στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο της Τζένης Δάγλα “Σονόρχ”, που κυκλοφορεί εδώ και μερικούς μήνες από τις εκδόσεις “Θερμαϊκός”, ακολούθησα τα δικά μου βήματα μύησης στον κόσμο της συγγραφέα, ξεκινώντας από την ίδια, την οποία και γνώριζα ήδη από το θεατρικό της έργο “Η Γυάλα”, που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Φούρνος την περίοδο 2017 -2018 σε σκηνοθεσία Α. Τομπούλη και ερμηνεία Μ. Παπαδημητρίου και είχε θέμα τη ζωή στην Ελλάδα της κρίσης. Επιπλέον,βλέποντας το όνομα της συγγραφέα και έχοντας η ίδια καταγωγή από Λευκάδα, έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι πρόκειται για συντοπίτισσα. “Ποιος ξέρει; Μπορεί να είμαστε και από το ίδιο χωριό!”σκέφτηκα και κάπως έτσι ξεκίνησα να “ξεψαχνίζω” το βιογραφικό της σημείωμα, όπου και ανακάλυψα ότι τελικά η Τζένη Δάγλα κατάγεται από την Κέρκυρα. Αυτή ήταν μια μικρή ήττα στην προσπάθεια μου να κάνω το βιβλίο δικό μου, όμως ακόμα δεν ήξερα ότι το “Σονόρχ” θα με δυσκόλευε έτσι κι αλλιώς. Κι αυτό γιατί πρόκειται για ένα ανάγνωσμα δύσκολο, που συνδυάζει τη λογοτεχνία με τη φιλοσοφία και τις σύγχρονες θετικές επιστήμες.
Καταρχάς και μόνο ο τίτλος του ήταν για εμένα ένα αίνιγμα. Για πολύ ώρα χάζευα το εξώφυλλο χωρίς να καταφέρω να αποκωδικοποιήσω τις σκέψεις της συγγραφέα. Αφού απέτυχα αποφάσισα να αναζητήσω την απάντηση στο διαδύκτιο, χωρίς καμία επιτυχία. Απάντηση στο γρίφο του “Σονόρχ” πήρα ένα πρωί που ξύπνησα και το βιβλίο κείτοταν ανάποδα ανάμεσα στα σεντόνια, οπότε και κατάλαβα ότι πρόκειται για αναγραμματισμό της λέξης “Χρόνος”. Ο Χρόνος, λοιπόν, αυτή η τέταρτη διάσταση που ο άνθρωπος αδυνατεί να διακρίνει, όντας φυλακισμένος στην τρισδιάστατη αντίληψη του κόσμου, είναι και το θέμα του βιβλίου της Τ. Δάγλα. Ως εκ τούτου, γίνεται φανερό πως είναι ένα βιβλίο που διαφέρει σε πολύ από τη “Γυάλα”, αφού σε αυτό η συγγραφέας εισέρχεται στη γκρίζα, νεφελώδη και χαοτική ζώνη του χωροχρόνου, κάτι που από μόνο του προκαλεί στον αναγνώστη μια αίσθηση “ξεβολέματος”, ανοικιότητας και ανασφάλειας. Επιπλέον, πρόκειται για ένα βιβλίο πειραματικό, που φλερτάρει με την επιστημονική φαντασία, την ανατολίτικη φιλοσοφία, τον υπαρξισμό, την μοντέρνα ποίηση και την ολιστική οπτική του κόσμου. Πράγματι, μέσα από την ιδιαίτερη πένα της η Τζένη Δαγλα ξεκινά από τον μικρόκοσμο για να παρασύρει τον αναγνώστη σε ενα ταξίδι στον μακρόκοσμο και τελικά να τον συνδέσει με τον ίδιο του τον εαυτό και το σύμπαν.
Από ολόκληρη την δομή του “Σονόρχ” ο κάθε αναγνώστης μπορεί να καταλάβει ότι δεν είναι απλά ένα λογοτεχνικό κείμενο, αλλά αποτελεί μια μελέτη χρόνων. Αυτό, τουλάχιστον, υποθέτω από τον τρόπο που η συγγραφέας χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο δίνοντας στο έργο της εξομολογητική και αυτοβιογραφική υπόσταση. Έτσι, μέσα από τις σελίδες του “Σονόρχ” ο αναγνώστης “συναντά” την ηρωίδα σε διάφορες φάσεις της ζωής της, δίνοντας την αίσθηση του γραμμικού χρόνου στον αντίποδα της κυκλικής αντίληψης που επικρατεί. Σε αυτό συμβάλει σε μεγάλο βαθμό και το πετυχημένο εύρημα της συγγραφέα να χρησιμοποιήσει σαν “όχημα” για τα “ταξίδια” της την ταχεία, ήτοι το τρένο κατά τη διαδρομή του οποίου δε γίνεται στάση σε όλους τους σταθμούς με αποτέλεσμα να φτάνει στους επιμέρους προορισμούς του γρηγορότερα. Αυτοί οι επιμέρους προορισμοί, δε, είναι τα διάφορα ζητήματα περί χρόνου, τα οποία η συγγραφέας επιθυμεί να προσεγγίσει. Έτσι, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μια εντελώς αντισυμβατική ματιά της ανθρώπινης ζωής μέσα από το πρίσμα της τέταρτης διάστασης. Είναι δυνατόν ο θάνατος να είναι απλά το πέρασμα σε μια άλλη διάσταση; Είναι ο έρωτας, ίσως, το μοναδικό πράγμα που δε διαβρώνει ο χρόνος; Είναι η μνήμη η αποκρυστάλλωση του βιωμένου χρόνου; Αυτές είναι μόνο μερικές από τις ερωτήσεις που μου δημιούργησε η ανάγνωση του “Σονόρχ”, το βιβλίο που θεωρώ ότι αποτελεί το magnum opus της Δάγλα.
Ανεξάρτητα, όμως, από το θέμα του βιβλίου, το οποίο είναι από μόνο του ένας λόγος για να το διαβάσει κανείς, η συγγραφέας νομίζω ότι έχει βάλει τον καλύτερο εαυτό της και όσον αφορά τα συγγραφικά της μέσα, τη γραφή και το ύφος της. Μέσα από μια πολύ σύγχρονη οπτική που παραπέμπει στις διδαχές του Weber περί μορφής και περιεχομένου, η Δάγλα συνθέτει τη μορφή του κειμένου της κατ' εικόνα και καθ'ομοίωση του περιεχομένου του. Μέσα από ένα έιδος συνειρμικής γραφής, η συγγραφέας αναδεύει το βίωμα με τη μνήμη και οδηγείται σε ένα είδος story telling, που διατηρεί το ενδιαφέρον αμείωτο, κάνοντας παράλληλα το δύσκολο θέμα που πραγματεύεται πιο προσιτό. Παράλληλα, αυτό που είναι εμφανές από ολόκληρο το “Σονόρχ” είναι η διάθεση της Τ. Δάγλα να πειραματιστεί με το Λόγο και να ανακαλύψει νέα μέσα γραφής, που εξυπηρετούν το σκοπό της αφήγησης της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα του πειραματισμού της είναι η κατά τόπους κατακερματισμένη γραφή που ομοιάζει με σύγχρονη ποίηση, η αλλαγή οπτικής γωνίας -πραγματικά με ξάφνιασε ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας κατάφερε να μπει σε “αντρικά παπούτσια” με άνεση και πιστότητα στο χαρακτήρα, αποτυπώνοντας με επιτυχία την αρσενική ενέργεια του ήρωα -, αλλά και η τολμηρότητα του ύφους της, αφού δε διστάζει να χρησιμοποιήσει το όνομα της μέσα στο κείμενο, με τρόπο που καταρρίπτει συγγραφικά ταμπού χρόνων.
Τέλος, παρά τη διαφορετικότητα του “Σονόρχ” σε σχέση με τα προηγούμενα κείμενα της Δάγλα, αυτό δε στερείται καθόλου της ιδιαίτερης αισθητικής γραμμής και του χαρακτήρα της. Έτσι, στο “Σονόρχ”, όπως ακριβώς και στη “Γυάλα”, βλέπουμε σαν ηρωίδα μια δυναμική γυναίκα, γεμάτη γλυκήτητα, ομορφιά και -γιατί όχι -ευαλωτότητα. Παράλληλα, η συγγραφέας στο εν λόγω βιβλίο, εκτός από το χρόνο καταφέρνει να χειριστεί με μαεστρία και το χώρο, εγχείρημα πολύ δύσκολο αν σκεφτεί κανείς τη ρευστότητα του αντικειμένου του. Πράγματι, όπως και στη “Γυάλα” έτσι και στο “Σονόρχ” θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο η Τζένη Δάγλα επεξεργάζεται, βιώνει και τελικά αποτυπώνει τα χρώματα, τα αρώματα, αλλά και τους ήχους της Αθήνας, δημιουργώντας εικόνες και παρασύροντας τον αναγνώστη στα διάφορα σημεία της. Ταυτόχρονα, η συγγραφέας χρησιμοποιώντας το μαγικό ραβδάκι της -την πένα της -μας μεταφέρει και σε άλλους χώρους λιγότερο οικέιους, όπως είναι η μαγευτικά μελαγχολική Πολωνία ή το νησί της Μυκόνου μια καλοκαιρινή νύχτα, όπου ο κόσμος γελάει και ο αέρας μυρίζει γιασεμί. Τέλος, μέσα από τη γραφή της, ο αναγνώστης γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της κουλτούρας και της υπέροχης αισθητικής της, αφού μέσα από μικρές λεπτομέρειες, εσωτερικούς μονολόγους, περιγραφές, διακειμενικότητα, αναφορές και απλές καθημερινές στιγμές, η Δάγλα μας μυεί στη δική της εικόνα για τον κόσμο, καθιστώντας σαφές ότι το “Σονόρχ”, που παρουσιάζει στοιχεία ημερολογίου, είναι ένας ασφαλής χώρος γι' αυτήν.
Πειραματικό και τολμηρό, το “Σονόρχ” ξεφεύγει από τα στεγανά του λογοτεχνικού κειμένου και ανάγεται σε μια πραγματεία πάνω σε ένα ζήτημα που αποτελεί την αρχή και το τέλος της φιλοσοφίας. Ο αναγνώστης δεν έχει παρά να αποδεχτεί την πρόσκληση της Δάγλα και να λάβει μια θέση στη ταχεία της!
Μπορείτε επίσης να διαβάσετε την συνέντευξη που μας παραχώρησε Εδώ .