Είδαμε τον "Μορμόλη" στο Σύγχρονο Θέατρο
Μια φορά κι έναν καιρό, τον μακρινό Νοέμβρη του 1973 και λίγες ημέρες μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο θίασος της Ξένιας Καλογεροπούλου ανεβάζει στην Αθήνα την παράσταση «Ο Μορμόλης» για τα παιδιά. Η παράσταση κάνει πάταγο (όχι τυχαία), τη βλέπουν ένα σωρό παιδιά –κι εγώ ανάμεσά τους. Το κείμενο είναι γεμάτο μηνύματα αλήθειας, ελευθερίας και χαράς. Μιας άγριας, ανατρεπτικής χαράς που ανασαίνει μέσα στο χιούμορ και την ειλικρίνεια της παιδικής σκέψης!
«Οι μεγάλοι γεννηθήκανε μεγάλοι;
Ποτέ δεν ήτανε μικροί;
Πάθανε όλοι αμνησία
σκοτώσανε την φαντασία
κι απόμειναν τα πρέπει και τα μη!
Ο Μορμόλης βλέπει
ποιό γιατί (;) πάει με ποιο πρέπει!»
Αυτός είναι ο λόγος των παιδιών του έργου, ο λόγος των παιδιών με αφορμή το έργο, που δίνουν όνομα σ’ ένα ξύλινο κουτί και του αναθέτουν τον ρόλο της εκπροσώπησής τους. Θα λέει όσα σκέφτονται, θα στηλιτεύει, θα αμφισβητεί, θα αντιδρά! Σαν τον «Μικρό Πρίγκηπα», θα βλέπει ένα φίδι που κατάπιε έναν ελέφαντα -όχι ένα καπέλο- στο σκίτσο με την ευθεία γραμμή που ‘χει στη μέση της καμπύλη. Ο Μορμόλης θα είναι ο φίλος, ο σύμμαχος κι ο απολογητής της Αλήθειας, της Φαντασίας, της Ενσυναίσθησης, της Απελευθέρωσης.
Στις παιδικές σκηνές όλου του κόσμου …ακολούθησε χαμός: χοροί, τραγούδια (στην Ελλάδα τα υπέροχα, νοσταλγικά, μελωδικά τραγούδια του Γιάννη Σπανού, που ακόμα «ντύνουν» την πλοκή) και μια παράτα από φιγούρες «μεγάλων» που, ο ένας μετά τον άλλο, διακωμωδούνται και τελικά γελοιοποιούνται επί σκηνής. Όχι γιατί είναι μεγάλοι, αλλά γιατί διάλεξαν να «φορέσουν» αυτή τους την ιδιότητα για να κρύψουν τους φόβους και τη συμβατική τους λογική. Σκλαβώθηκαν στην εξουσία του «πρέπει» και του «μη» και πρόδωσαν τα «θέλω» και τα «επιθυμώ», τα «φαντάζομαι» και τα «ονειρεύομαί» τους… Θείοι, δάσκαλοι, αστυφύλακες και δημαρχαίοι ταράζονται λοιπόν, τρομάζουν, στέκουν αμήχανα και καχύποπτα μπροστά στο ομιλόν κουτί του Μορμόλη. Δεν ξέρουν τι να το κάνουν, φοβούνται όσα πρεσβεύει, θέλουν μόνο να το εξαφανίσουν. Μόνο στο τέλος του έργου ο συγγραφέας Ράινερ Χαχφελντ αφήνει μια χαραμάδα φως στη σχέση μεγάλων και παιδιών, επιτρέποντας σε κάποιους από τους χαρακτήρες των πρώτων «να πάθουν και να μάθουν» μαζί με τους μικρούς τους ταγούς.
Όχι τυχαία, το έργο γράφεται στην ανατρεπτική δεκαετία του ’60 και ενισχύει τη νέα ματιά της εποχής στην παιδαγωγική θεωρία και πράξη. Μετά τον σαρωτικό Μάη του ’68, παράλληλα με τον λόγο ενός Πιαζέ κι ενός Νηλ, ναι, διόλου τυχαία η συγγραφή ενός τέτοιου έργου, που δίνει, επιτέλους, στον λόγο και την ίδια την ύπαρξη των παιδιών τον σεβασμό που τους αξίζουν.
Η «Συντεχνία του Γέλιου» δείχνει με τη δουλειά της πως σεβάστηκε όλα αυτά τα στοιχεία: την ιστορία και την αλήθεια, την πορεία και την αξία του έργου. Καλοδουλεμένοι και έμπειροι στο κείμενο οι ερμηνευτές, με κίνηση και φωνητικές δυνατότητες αξιοσημείωτες και συχνά αξιέπαινες. Στιγμές μεγάλης συγκίνησης τα τραγουδιστικά μέρη της παράστασης, με ιδιαίτερη μνεία σ’ εκείνα της Βασιλικής Διαλυνά, έμπειρης και χαριτωμένα στυλιζαρισμένης περσόνας της «θείας». Στιγμές πηγαίου γέλιου η διακωμώδηση των μορφών εξουσίας, με κυρίαρχες αυτές του «αστυφύλακα» Φώτη Λαζάρου, που η δουλεμένη κίνηση και κωμική μούτα χάρισαν στιγμές αριστοφανικής έξαρσης στην παράσταση. Στιγμές λυτρωτικής γελοιοποίησης του φόβου εκείνες του «θείου» Δήμου Μαμαλούδη, με την φυσικότητα της υποκριτικής προσέγγισης. Στιγμές θεατρικής σοφίας, έντεχνου χειρισμού σώματος και φωνής και αποφυγής παγίδων στυλιζαρίσματος εκείνες του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου. Στιγμές, τέλος, αεικίνητης, δυναμικής παρουσίας εκείνες της Βάσιας Λακουμέντα και του Αντώνη Χρήστου, που σηκώνουν επάξια στους ώμους τους το φορτίο του ρόλου των «παιδιών» χωρίς ούτε μια στιγμή να καταφύγουν σε ευκολίες. Αεικίνητοι, δυναμικοί, σε εγρήγορση, με φωνητικές χάρες –η παρουσία τους αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της παράστασης.
Αποτελεσματικό το σκηνικό των Αριστοτέλη Καρανάνου και Αλεξάνδρας Σιάφκου και ακόμα χαρακτηριστικότερα τα κοστούμια της παράστασης. Η σκηνοθεσία των Γιώργου Παλούμπη και Βασίλη Κουκαλάνι θα είχε, ίσως, να δει κάποια θέματα στη ροή μεταξύ των σκηνών του έργου, παρά τον χαρούμενο δυναμισμό της, που έδωσε τον τόνο στο όλο εγχείρημα. Τέλος, η μουσική υπόκρουση στην αρχή του έργου θα μπορούσε, ίσως, να κινηθεί σε ηπιότερες εντάσεις. Ας βοηθήσουμε τους μικρούς θεατές να διακρίνουν ανάμεσα στη φασαρία της εποχής και τη θεατρική εμπειρία.
Ο Μορμόλης είναι μια παράσταση που αξίζει κανείς να δει, για να απολαύσει το ταλέντο των ερμηνευτών της, τη σοφία και τη χαρά των αφυπνιστικών, λυτρωτικών μηνυμάτων της. Έφυγα δημιουργικά προβληματισμένη, χαρούμενη που την ξαναείδα, χαρούμενη που στο πλευρό μου μια παιδική φωνή έδωσε το ίδιο βράδυ σ’ ένα από τα χριστουγεννιάτικα παιχνίδια το όνομά της: «Μορμόλης»…
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση/ διασκευή: Παναγιώτης Σκούφης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης, Βασίλης Κουκαλάνι και τα θρυλικά τραγούδια του Γιάννη Σπανού
Διασκευή – Ενορχήστρωση: Κώστας Νικολόπουλος (το τραγούδι «Ραπ του Ρίκι» έγραψε ο Θέμος Σκανδάμης)
Σκηνικά – Κοστούμια: Αριστοτέλης Καρανάνος, Αλεξάνδρα Σιάφκου
Φωτισμοί: Γιώργος Αγιανίτης
Κίνηση: Μαργαρίτα Τρίκκα
Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτα Παπαδημητρίου – Κατερίνα Αδαμάρα
Φωτογραφίες: Νάντια Παναγοπούλου – Νίκος Πανταζάρας
Video: Σίλια Πέτοβιτς
Σχεδιασμός Ήχου: Χρήστος Παραπαγκίδης
Παραγωγή: Συντεχνία του Γέλιου
Διανομή: Βασιλική Διαλυνά, Βάσια Λακουμέντα, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Αντώνης Χρήστου, Φώτης Λαζάρου, Δήμος Μαμαλούδης
Χώρος: Σύγχρονο Θέατρο, Ευμολπιδών 45, Γκάζι (πλησίον μετρό «Κεραμεικός»), τηλ. 2103464380