Είδαμε τις «Νύχτες» στο Studio Μαυρομιχάλη.
Είδαμε τις «Νύχτες» στο Studio Μαυρομιχάλη.
Γράφει ο Καπετάν Κουνούπης
Όταν ο Ντοστογιέφσκι Γνώρισε τον Χάρι και την Σάλι.
Τελευταία φορά που είχα πάει στο Studio Μαυρομιχάλη (Μαυρομιχάλη 134, Εξάρχεια) πρέπει να ήταν όταν πήγα να δω το «Chameleon» - τουτέστιν, προ κορονοϊού. Τον δρόμο, όμως, φαίνεται πως τον θυμόμουν ακόμα κι έτσι έφτασα περίπου μισή ώρα νωρίτερα.
Το έχω πει και το ξαναλέω, το κάθε θέατρο έχει ένα διαφορετικό vibe επάνω μου. Ο Χώρος Τέχνης Ασωμάτων έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, καθώς υπήρξε καρμικός για την σταδιοδρομία στην παρούσα ιστοσελίδα. Στο Στούντιο Κυψέλης, από τις πολλές επισκέψεις, κάποια στιγμή ένιωσα τα μέλη του θιάσου σαν οικογένειά μου. Για το Olvio τα ποδαράκια μου έχουν από μόνα τους τον δρόμο. Το Από Μηχανής Θέατρο δεν παύει να με εντυπωσιάζει. Και το Σύγχρονο Θέατρο και το Τζένη Καρέζη είναι χώροι που κάνω τούμπες από την χαρά μου κάθε φορά που με στέλνουν. Έτσι, και το Studio Μαυρομιχάλη με εκπλήσσει με την πρωτοτυπία στην σκηνοθεσία στα έργα που ανεβάζει. Και εξίσου πρωτότυπο ήταν και το «Νύχτες» (βασισμένο στις «Λευκές Νύχτες» του Ντοστογιέφσκι) που κλήθηκα να δω.
Ένας νεαρός ονειροπόλος (Κωνσταντίνος Δημητρακάκης), του οποίου το όνομα δεν μαθαίνουμε, γνωρίζεται με την Νάστιενκα (Βασιλίνα Κατερίνη) που την βλέπει να κλαίει και της προσφέρει την βοήθειά του, με αντάλλαγμα να της ανοίξει την καρδιά του, γιατί δεν γνωρίζει κανέναν, δεν ξέρει πώς να μιλήσει στις γυναίκες, έχοντας στο μυαλό του μονάχα το ιδανικό. Εκείνη συμφωνεί, συναντιούνται την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη και αναπτύσσεται μεταξύ τους μια τρυφερή φιλία, με εκείνη όμως να του θέτει τον όρο να μην την ερωτευτεί. Μπορούν όμως αγόρια και κορίτσια να μείνουν μόνο φίλοι; Το καρέ συμπληρώνουν η Παναγιώτα Μπιμπλή στον ρόλο της Νάστια, τυφλής ξαδέρφης της Νάστιενκα, και ο Δημήτρης Τσιγκριμάνης στον ρόλο του νοικάρη.
Ο Ντοστογιέφσκι εδώ γράφει το δικό του «Όταν Ο Χάρι γνώρισε την Σάλι» έναν ολόκληρο αιώνα πριν ο Μπίλι Κρύσταλ και η Μεγκ Ραϊαν έρθουν καν στον κόσμο. Τον τρόπο γραφής του Ντοστογιέφσκι έχουν εκθειάσει o Φροϊντ, ο Νίτσε, ο Χέμινγουεϊ, ο Τζεϊμς Τζοϋς, ο Κάφκα, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Κνουτ Χάμσουν, ακόμα και ο Αλβέρτος Αϊνσταϊν. Ο Νίτσε αποκαλούσε τον Ντοστογιέφσκι «τον μόνο ψυχολόγο από τον οποίον έχω πραγματικά να μάθω κάτι», ενώ ο Χάμσουν τον θεώρησε έναν «εξαιρετικό οραματιστή». Και έτσι ήταν. Έχοντας έναν ταραχώδη και ταλαιπωρημένο βίο πίσω του, βαθυά θρησκευόμενος και δανειζόμενος συχνά αυτοβιογραφικά στοιχεία, τον Ντοστογιέφσκι τον απασχολούσαν θέματα ψυχής και συνείδησης, θέματα που τον 21ο αιώνα του απόλυτου υλισμού τα θεωρούμε ξεπερασμένα και ντεμοντέ. Ο Ντοστογιέφσκι όμως ήξερε να αγγίζει και να συγκινεί τον ψυχικό κόσμου του αναγνώστη / θεατή.
Καθώς ο ίδιος το θεωρώ άγραφο νόμο ότι ένας σωστός κύριος δεν αφήνει ποτέ μια κοπέλα απροστάτευτη, παθαίνω κάτι κάθε φορά που βλέπω μια γυναίκα – έστω και άγνωστη – στην πιο ευάλωτη στιγμή της και επειδή δεν υπάρχει άνδρας που έστω και μια φορά δεν έχει βρεθεί στην ανεπιθύμητη θέση μια γυναίκα να του πει «θα είσαι για πάντα το αδερφικό μου φιλαράκι», η ταύτιση μου με τον ονειροπόλο πρωταγωνιστή ήταν, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή, απόλυτη. Και θέλω να πιστεύω πως δεν ήμουν ο μόνος. Πόσοι από εμάς δεν έχουμε μετανιώσει για τις ευκαιρίες που αφήσαμε να φύγουν από τα χέρια μας, στον βωμό της αναμονής του ιδανικού, που ίσως δεν έρθει ποτέ ή να μην υπάρχει καν, αφήνοντας τον χρόνο να περνάει;
Αυτό όμως που με συγκλόνισε περισσότερο από όλα ήταν η αλήθεια με την οποία ερμήνευαν τους ρόλους τους αυτά τα τέσσερα νεαρά και ταλαντούχα παιδιά. Παρά την τήρηση του στιλιζαρισμένου τρόπου έκφρασης που χρησιμοποιούσε όχι μόνο ο Ντοστογιέφσκι, αλλά σχεδόν όλοι οι συγγραφείς της εποχής του, το έργο μεταφέρεται στο σήμερα με μια τέτοια ενέργεια στην ερμηνεία και των τεσσάρων που σε κάνει να νιώθεις πως πρωταγωνιστείς εσύ ο ίδιος.
Εδώ θέλω να τονίσω κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Έχω παρατηρήσει πολλάκις από καλλιτέχνες γνωστούς που είναι χρόνια στην δουλειά - ίσως παρασυρόμενοι από το πάθος της ερμηνείας του ρόλου – να μην αρθρώνουν σωστά τις λέξεις ή να μην μιλάνε αρκετά δυνατά ώστε να ακούγονται μέχρι και τις τελευταίες σειρές. Εδώ τα τέσσερα αυτά παιδιά ερμηνεύουν κατά την διάρκεια όλου του έργου με διαύγεια τόσο στον λόγο όσο και στην φωνή, βάζοντας σε κάποιους παλιότερης κοπής τα γυαλιά.
Οι συντελεστές του έργου τονίζουν ότι δεν ανεβάζουν τις «Λευκές Νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, αλλά ένα έργο που έχει κορμό τις «Λευκές Νύχτες». Εκτός από μερικές μικρές αλλαγές – η γιαγιά στο πρωτότυπο που εδώ γίνεται νεαρή ξαδέρφη και η όπερα όπου παίζεται «Ο Κουρέας της Σεβίλλης» γίνεται το νυχτερινό κέντρο «Νύχτες» – εγώ δεν είδα μεγάλες διαφορές. Αυτό που τους ενδιαφέρει κυρίως, όπως χαρακτηριστικά μου είπαν, ήταν να μεταφέρουν το συναίσθημα του αυθεντικού κειμένου. Και αυτό η Βάσια Χρονοπούλου, που σκηνοθετεί το έργο με πολλή αγάπη και πολύ μεράκι, το καταφέρνει στο έπακρον. Και όλο αυτό εμπλουτισμένο με την υπέροχη φωνή της Παναγιώτας Μπιμπλή να τραγουδάει live τραγούδια όπως το «Forever Young» και το «Killing Me Softly». Εγώ πάντως βγήκα από την αίθουσα με την ψυχή φωτισμένη και την καρδιά γεμάτη. Αν αυτό δεν είναι αρκετός λόγος να πάτε να το δείτε και εσείς, δεν ξέρω τι είναι.
Παίζουν: Κωνσταντίνος Δημητρακάκης, Βασιλίνα Κατερίνη
Παναγιώτα Μπιμπλή, Δημήτρης Τσιγκριμάνης
Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Βάσια Χρονοπούλου
Φωτισμοί: Δημήτρης Μπαλτάς
Σχεδιασμός βαλίτσας: Αναστασιάννα Μωραΐτη
Κοστούμια: Βάσια Χρονοπούλου
Μουσική: Γρηγόρης Ελευθερίου
Κίνηση: Φαίδρα Σούτου
Φωτογραφίες – Τρέιλερ: Νικολέτα Ζαρίφη
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Παραγωγή: Apparatus
NFO
Από 13 Μαρτίου έως και 8 Απριλίου
Παραστάσεις: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη, Παρασκευή 7/4 και Σάββατο 8/4
Ώρα: 21:15
Διάρκεια: 105m
Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ (κανονικό), 12 ευρώ (φοιτητικό & άνω των 65), 5 ευρώ (ανέργων & ατέλειες)
Θέατρο: Studio Μαυρομιχάλη,
Μαυρομιχάλη 134, Εξάρχεια
Τηλέφωνο κρατήσεων: 2106453330