Συνέντευξη με τον ηθοποιό Δημήτρη Ροΐδη με αφορμή την παράσταση «Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση» του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές
Συνέντευξη με τον ηθοποιό Δημήτρη Ροΐδη με αφορμή την παράσταση «Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση» του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές
1 Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στον συγκεκριμένο μονόλογο του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές; Τι σας συγκινεί σε αυτό το έργο;
Με το έργο του Κολτές ήρθα σε επαφή μέσω του Γιώργου Σκαρλάτου. Το 2020 είχα δει την διπλωματική του εργασία -πάνω στη Νύχτα- στο ΚΘΒΕ και το 2023 μία δεύτερη απόπειρα στο Φεστιβάλ Λυκαβηττού. Πάντοτε μου άφηνε μία αίσθηση ανοιχτότητας, που δύσκολα μπορούσες να καταλάβεις, αν οφειλόταν στο κείμενο ή στη σκηνοθεσία. Και αυτό μου άρεσε πολύ. Όταν το πρωτοδιάβασα -σε καινούργια πλέον μετάφραση της Μυρτώς Ράις- παρέα με τον Γιώργο, συνειδητοποίησα πώς αυτό το ποτάμι λέξεων -που συνεχώς διακλαδώνεται δημιουργώντας καινούργια κανάλια και ρέματα- είναι κάτι πολύ πιο σπουδαίο από αυτό που φανταζόμουν. Ήταν γραμμένο με τον τρόπο που ο εγκέφαλος σκέφτεται και όχι με τον τρόπο που ο εγκέφαλος μαθαίνει να σκέφτεται (!). Έναν τρόπο σκέψης που τον συναντάει κανείς τα βράδια της Παρασκευής, σε ξεχασμένους ανθρώπους, στη μέση του πουθενά, σε ένα παγκάκι, σε κάποια έρημη λεωφόρο μιας μεγαλούπολης.
2 Πώς προσεγγίσατε έναν τόσο απαιτητικό μονόλογο; Τι διαδικασίες ακολουθήσατε για να εμβαθύνετε στον χαρακτήρα;
Δουλέψαμε πολύ με κέντρο το κείμενο. Προσπαθήσαμε να ξεκλειδώσουμε το ρυθμό του, να αφουγκραστούμε τη ροή, τα νοήματα, την κίνηση της σκέψης, να φανταστούμε τον άνθρωπο μέσα στο σύμπαν του: ένας άντρας σταματάει έναν άλλον άντρα και του μιλάει χωρίς αυτός να του απαντάει ποτέ. Και βρέχει. Και πίνει. Και βρέχει. Και έχει φάει ξύλο. Και τρέχει. Και είναι άφραγκος. Και είναι ξένος. Και βρέχει. Έπειτα, αποφασίσαμε να βασιστούμε σε ότι έχουμε. Ένα κείμενο, ένα χώρο και τον ήχο.
3 Το κείμενο του Κολτές είναι αρκετά πυκνό και υπαρξιακό. Πώς το κάνατε δικό σας; Υπήρξε κάτι που σας δυσκόλεψε ή σας προκάλεσε ιδιαίτερα;
Υπάρχουν σημεία του έργου που ακόμα μας δυσκολεύουν (μην έρθετε ψάχνοντας να τα βρείτε!). Μία συγκεκριμένη σκηνή την έχουμε αλλάξει τόσες φορές, που πολύ συχνά δεν θυμάμαι ποια εκδοχή θα παίξουμε στην επόμενη παράσταση. Ωστόσο αυτό -όσο κουραστικό και αν είναι- φανερώνει τη σπουδαιότητα του κειμένου αυτού. Ένα κείμενο που ποτέ δε θα μπορέσεις να το εξημερώσεις και πάντα κάτι θα σου διαφεύγει. Είναι φανταστικό! Προσωπικά δένομαι με πολύ παράδοξους τρόπους με τις λέξεις αυτού το κειμένου. Σπαράγματα εικόνων βομβαρδίζουν συνεχώς το νου μου, χωρίς αυτές αναγκαστικά να έχουν άμεση σχέση με τα λεγόμενα. Σε ένα κείμενο σαν αυτό, φαίνεται πως ο μόνος τρόπος να βγεις ζωντανός, από αυτό το ορμητικό ποτάμι, είναι να αφεθείς να σε παρασύρει. Και κάπου εκεί προκύπτει η ποίηση. Όταν αυτό που λέγεται ή γίνεται, παράγει περισσότερα νοήματα, από αυτά που λέγονται ή γίνονται.
4 Ο χαρακτήρας του έργου βιώνει έντονη μοναξιά και αποξένωση. Πώς μπήκατε στη νοοτροπία και τα συναισθήματα αυτού του ήρωα;
Δεν μπορώ να πώ με σιγουριά τι είναι αυτό που βιώνει ο χαρακτήρας. Αν βιώνει μοναξιά ή αν είναι θυμωμένος. Προτιμώ να αντιλαμβάνομαι το κείμενο ως μία αφήγηση, στην οποία έρχονται και ακουμπάνε οι ευαίσθητες χορδές μας. Και θυμώνουμε ή βυθιζόμαστε στη μοναξιά -μαζί με το κοινό- καθώς αυτή η αφήγηση, αυτή η ιστορία, εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον έχουν οι εντυπώσεις που δημιουργεί η παράσταση στους Γάλλους θεατές. Οι περισσότεροι λένε πως έχουν συνηθίσει αυτό το κείμενο με πάρα πολύ νεύρο και θυμό και εξάρσεις. Και πράγματι αν ψάξεις στο internet θα βρεις δεκάδες τέτοια ανεβάσματα: έναν μοναχικό ηθοποιό, σε κάποιο βρώμικο σκηνικό, να προσπαθεί να βιώσει τη Νύχτα λίγο πριν τα δάση. Έχω παρατηρήσει πως όσο περισσότερο προσπαθείς να "παίξεις" τον χαρακτήρα, τόσο το κείμενο χάνει την κυριολεξία του.
5 Ο μονόλογος αποτελεί πρόκληση, καθώς διατηρεί το κοινό σε συνεχή ένταση χωρίς παύσεις. Πώς διατηρείτε τη ζωντάνια και το ενδιαφέρον σε όλη τη διάρκεια της παράστασης;
Έχουμε προσεγγίσει το κείμενο περισσότερο ως διάλογο παρά ως μονόλογο. Όσο για τη ζωντάνια και το ενδιαφέρον, δομήσαμε την παράσταση με κέντρο το κείμενο, το χώρο και τον ήχο. Νομίζω πως είναι υπέρ αρκετά! Η Ζενεβιέβ Αθανασοπούλου, η σκηνογράφος/ενδυματολόγος της παράστασης, είχε μια υπέροχη ιδέα, που έδεσε με την όλη ανάγκη για ελάχιστα μέσα αφήγησης. Δεν θα αποκαλύψω περισσότερα!
6 Το έργο θίγει βαθιά κοινωνικά ζητήματα, όπως η μοναξιά, η απομόνωση και η περιθωριοποίηση. Πώς επηρέασε αυτό την προσωπική σας προσέγγιση στον χαρακτήρα;
Είναι όντως βαθιά αυτά τα κοινωνικά ζητήματα; Αυτή είναι η ζωή, εκεί έξω. Στην επιφάνεια της πραγματικότητας, σε πρώτο πλάνο, όλοι αυτοί, οι "που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα", γεμάτοι ιστορίες, χωρίς φράγκο στην τσέπη, που δεν έχουν καμία όρεξη να κρεμαστούν στις σκαλωσιές και να χτίσουν τον επόμενο θαυμαστό καινούργιο κόσμο, που ξενυχτούν, που κάτι σιγομουρμουρίζουν καθώς περπατάνε στο δρόμο, που για κάτι αγωνίζονται, που μία μέρα θα φορτώσουν με τις ιστορίες των άλλων, των όλων, και ποιος τους είδε και δεν τους φοβήθηκε. Θυμάμαι ένα παλικάρι στο Παρίσι, στη λεωφόρο Μονπαρνάς, ένα μπουκάλι δυο ποτήρια και μουσική στο κινητό, που το μόνο που έψαχνε ήταν παρέα για λίγες ώρες, για λίγη νύχτα, γιατί σπίτι του δε γινόταν, δε μπορούσε να επιστρέψει.
7 Το κείμενο του Κολτές χαρακτηρίζεται από έντονη ποιητικότητα και φιλοσοφία. Πώς προσπαθήσατε να αποδώσετε αυτή τη γλώσσα με τρόπο που να αγγίζει τον θεατή;
Και εδώ έρχεται η καινούργια μετάφραση της Μυρτώς! Πράγματι, διαβάζοντας την προηγούμενη μετάφραση -που κυκλοφόρησε πριν από περίπου 30 χρόνια- ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα κείμενο από αυτά που θα ονομάζαμε: ποιητικά. Στην πραγματικότητα η ποίηση εδώ, χρησιμοποιείται για να εξηγήσει την έλλειψη καθαρότητας. Είναι από αυτές τις περιπτώσεις που ονομάζουμε κάτι ποιητικό από αδυναμία. Αδυναμία να καταλάβουμε και να συλλάβουμε τον ειρμό και τις εικόνες του κειμένου. Ο τρόπος που η Μυρτώ αντιμετώπισε το κείμενο, έχοντας περάσει μεγάλο μέρος της ζωής της στη Γαλλία και μεταφράσει κάμποσα βιβλία από τα γαλλικά, φανέρωσε ένα κείμενο διόλου ποιητικό αλλά γεμάτο ποίηση. Η ποίηση του κειμένου γεννιέται κατά την άρθρωση. Έτσι ο αναγνώστης τώρα, έχει μια μετάφραση την οποία καταλαβαίνει απολύτως και ταυτόχρονα χάνεται μέσα στην ποίηση που αναδύεται από τις συνάψεις.
8 Πώς νομίζετε ότι ο Κολτές θα έβλεπε τον ήρωά του να ζει στη σημερινή εποχή;
Ακριβώς όπως τον είδε και τότε.