Συνέντευξη του σκηνοθέτη Εύθυμη Χρήστου με αφορμή την παράσταση “Vincent – Αίμα στο χιόνι” στο θέατρο “Τραίνο στο Ρουφ”.
Κύριε Χρήστου, τί σάς ώθησε να ασχοληθείτε με τη σκηνοθεσία του συγκεκριμένου έργου; Ποια στοιχεία κέντρισαν πέρυσι το ανέβασμά του;
Είναι ένα έργο που λέω επανειλημμένως πως είναι πιο επείγον από ποτέ. Τώρα που ο φασισμός, ο ρατσισμός, η βία είναι στην πόρτα μας και η ευγένεια, η κατανόηση, ο σεβασμός είναι αστείες κουβέντες. Αυτό που περισσότερο θέλησα να τονίσω μέσα από το συγκεκριμένο έργο, είναι οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Η σχέση της οικογένειας και του κοινωνικού πλαισίου. Και κυρίως όλα αυτά που δε λέγονται, όλα αυτά που χρειάζεται να ειπωθούν.
Ποιες ήταν οι ειδικές δυσκολίες σκηνοθετικής προσέγγισης του “Vincent” στον ιδιαίτερο χώρο ενός βαγονιού τραίνου; Πώς αντιμετωπίστηκαν;
Οι περισσότερες δυσκολίες έγιναν ατού της παράστασης. Ο μικρός και τόσο κοντινός στους θεατές χώρος, έγινε η τέλεια συνθήκη για την ασφυξία που θέλησα να πετύχω ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς. Αυτό το ένα και μοναδικό ανοιγόμενο παράθυρο του βαγονιού, που υπάρχει επί σκηνής, έγινε η μόνη διέξοδος για λίγη ανάσα. Η διάταξη των θέσεων πολλές φορές εμποδίζει την ορατότητα της σκηνής, από τη μέση των ηθοποιών και κάτω. Αυτό έφερε την ιδέα για ένα πατάρι, όπου οι κούτες με τα πιο κρυμμένα και σημαντικά ζητήματα βγαίνουν στο φως. Ο χώρος του βαγονιού για μένα έχει γίνει ο φυσικός χώρος της παράστασης.
Πιστεύετε στον πολιτικό και αφυπνιστικό ρόλο του θεάτρου στις μέρες μας; Θεωρείτε ότι μπορεί να συμβάλλει στη διαμόρφωση κοινωνικού ήθους;
Αν πιστεύω; Δε νομίζω πως υπάρχει λόγος να γίνεται θέατρο, αν δεν έχει κάτι να πει κανείς μέσα από ένα έργο, μέσα από μια παράσταση. Είναι ο λόγος που το θέατρο υπάρχει ακόμα. Ο κόσμος το ακολουθεί. Εμπνέεται μέσα από αυτό, παίρνει δύναμη άλλες φορές και άλλες φεύγει εκνευρισμένος. Έχουν φύγει από το Vincent κλαίγοντας γονείς, για να μιλήσουν στα παιδιά τους. Έχουν φύγει κλαίγοντας παιδιά, να μιλήσουν στους γονείς τους. Αυτή είναι η νίκη. Αλλιώς, ας μην κάνουμε θέατρο.
Πώς πετύχατε να μην παραπέμπει το έργο σε καμία συγκεκριμένη κοινωνική δομή, χώρα ή χρονική στιγμή; Ήταν ηθελημένη η αδυναμία του θεατή να “τοποθετήσει” χωρικά ή χρονικά την ιστορία;
Ήταν σκοπός μας να αφαιρεθεί σκηνικά ο ακριβής χώρος, ο χρόνος, η κοινωνική δομή ή περίοδος. Είναι ένα έργο που, λόγω της αλήθειας του, εύκολα κανείς αποφεύγει να το συγκρίνει με τον εαυτό του, μην τυχόν και μοιάσει, έστω λίγο, ή συνδυάσει τον εαυτό του με κάποιο κομμάτι της ιστορίας. Προσπάθησα να τους απομακρύνω από τη σκέψη ότι “αυτοί που είναι απέναντι μου είναι κάπου μακριά” ή ότι “όλα αυτά έγιναν κάποια άλλη χρονική περίοδο”. Αφαιρώντας με τη δραματουργική επεξεργασία τα πολύ συγκεκριμένα δεδομένα, προκαλώ τους θεατές να συνυπάρξουν στο ίδιο μέρος και χρονικό πλαίσιο με το θέαμα που βρίσκεται ακριβώς μπροστά τους -σε άλλους ακόμα και δίπλα στα πόδια τους.
Ποια συγκεκριμένα στοιχεία της υποκριτικής “παλλέτας” της Κυρίας Ζορμπά και του κυρίου Τσονόπουλου θεωρείτε ότι συνέβαλλαν στην επιτυχία της παράστασης; Ποια στοιχεία της υποκριτικής γκάμας των πρωταγωνιστών θελήσατε, κυρίως, να αναδείξετε;
Η Μαρία Ζορμπά είναι μια από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της, όχι επειδή συνεργάζομαι μαζί της, αλλά το πιστεύω. Χρειάστηκε η ευαισθησία, η δύναμή της και τα γεμάτα μάτια της μαζί με την ευγένεια, την αντιδραστικότητα της νιότης και την αλήθεια του Κωνσταντίνου Τσονόπουλου, για να συντελεστεί αυτό που θέλησα να φτιάξω. Μια παράσταση που στηρίζεται μόνο στις συμπεριφορές των δύο αυτών πόλων, που άλλες φορές συγκρούονται ως δύο δυναμικά και άλλες φορές κινούνται παράλληλα.
Ποιος ήταν ο στόχος της ήπιας και χαμηλών τόνων προσέγγισης ενός τόσο δραματικού έργου;
Όπως είπα και παραπάνω, ήταν στόχος μου να φέρω τους θεατές κοντά σε αυτό που βλέπουν. Να συνδεθούν προσωπικά, είτε τους αφορά άμεσα, ως προσωπικό βίωμα, είτε έμμεσα ως πολίτες που σέβονται τον εαυτό τους και τους άλλους. Η απάντηση στη βία είναι η αγάπη. Και η αγάπη φέρει ησυχία.
Photo credit: Τάσος Έρος Μπατσιούλας &
Δημήτρης Γκέλμπουρας (forbidden.designs)
Για δύο ακόμα παραστάσεις