Είδαμε το Baby Reindeer (Μικρό Ταρανδάκι) στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκης
Mια σειρά που έκλεψε την παράσταση την περασμένη χρονιά, το Baby Reindeer, δράμα της μιας σεζόν και των επτά επεισοδίων, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της με τη σπαρακτική της αλήθεια και την ωμή της αφήγηση. Από τη μικρή οθόνη πέρασε τώρα στο θεατρικό σανίδι του Ιλίσια Βολανάκης, διατηρώντας όλη την ένταση και το βάθος της πραγματικής ιστορίας πίσω από το σενάριο. Δεν πρόκειται απλώς για τη μεταφορά ενός επιτυχημένου τηλεοπτικού έργου, αλλά για μια νέα, ζωντανή εμπειρία — μια εξομολόγηση από κοντά, που ζητά από το κοινό να κοιτάξει κατάματα τη μοναξιά, την ψυχική κατάρρευση και τα όρια της κατανόησης.

Το "Baby Reindeer" δεν είναι μια απλή αφήγηση, είναι μια κατάδυση στην ανθρώπινη ψυχή, στα όρια της κακοποίησης, της εμμονής, αλλά και της ανάγκης για αποδοχή και λύτρωση. Η μεταφορά του συγκλονιστικού μονολόγου του Richard Gadd στη σκηνή του Θεάτρου Ιλίσια Βολανάκης, σε σκηνοθεσία και μετάφραση του Μάκη Παπαδημητρίου, είναι ένα επίτευγμα με καλλιτεχνικό βάθος και ευαισθησία.
Το έργο βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Richard Gadd, ενός νεαρού stand-up κωμικού που δουλεύει σαν σερβιτόρος για να βγάζει τα προς το ζην. Ο ίδιος βλέπει τη ζωή του να ανατρέπεται όταν μια γυναίκα εισβάλλει σταδιακά στην καθημερινότητά του, μετατρέποντας μια φαινομενικά αθώα γνωριμία σε εφιάλτη. Αυτό που ξεκινά ως μια χειρονομία ευγένειας εξελίσσεται σε εμμονική παρενόχληση, απογυμνώνοντας τον ήρωα από κάθε αίσθηση ασφάλειας και ελέγχου. Ένα έργο για τα όρια, την ενοχή, τον τραυματισμένο ανδρισμό και τη σιωπηλή βία που δεν φαίνεται — αλλά καίει.
Ο Διονύσης Πιφέας στον πρωταγωνιστικό (και μοναδικό επί σκηνής) ρόλο δίνει μια καθηλωτική ερμηνεία, απογυμνωμένη από θεατρινισμούς, και η αμηχανία του – με τη σωστή δόση αυτοειρωνείας – αγγίζει καίρια το κοινό. Όσο περνάει η ώρα και ο νεαρός, ταλαντούχος ηθοποιός ξετυλίγει το κουβάρι των γεγονότων, νιώθεις να σε σφίγγει το στομάχι σου. Δεν είναι απλώς ένα έργο. Είναι μια εξομολόγηση. Ένα δημόσιο ξέσπασμα, τόσο προσωπικό, που καταντά οικουμενικό.
Μια ερμηνεία ζωτικής ενέργειας και λεπτοδουλεμένης ψυχολογικής ακρίβειας. Το εύρος των συναισθημάτων, η ταλάντωση ανάμεσα στο τραύμα και το χιούμορ, η εξομολόγηση χωρίς μελοδραματισμό – όλα αυτά τον καθιστούν ιδανικό ερμηνευτή για έναν τόσο απαιτητικό μονόλογο. Με μια λέξη: συγκλονιστικός.
"Αν όλα όσα λέει η Μartha ήταν αλήθεια, τότε πώς είναι δυνατόν να μην μπορεί να πληρώσει ένα τσάι;"
Ο Μάκης Παπαδημητρίου με την σκηνοθεσία του, καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στη σκληρότητα του βιώματος και την λεπτότητα της αφήγησης, προσφέροντας μια παράσταση που διατηρεί την ένταση χωρίς να γίνεται καταπιεστική. Η μετάφρασή του είναι φρέσκια, αιχμηρή και ταυτόχρονα ανθρώπινη, δίνοντας τη δυνατότητα στο ελληνικό κοινό να συνδεθεί βαθιά με το υλικό.
Η φυσική έκφραση του σώματος παίζει καθοριστικό ρόλο στη σκηνική αφήγηση. Η Σεσίλ Μικρούτσικου σχεδιάζει κινήσεις που δεν λειτουργούν διακοσμητικά, αλλά οργανικά – επεκτείνοντας την ψυχολογία του ήρωα στη σωματική του παρουσία. Ως βοηθός σκηνοθέτη, συμβάλλει ουσιαστικά στη ροή και τη συνέπεια της αφήγησης.
Το μινιμαλιστικό σκηνικό της Άννας Ζούλια αφήνει χώρο στην ερμηνεία και στη φαντασία του θεατή, ενώ τα ρούχα του ηθοποιού αν και είναι απλά και καθημερινά διατηρούν μια ισορροπία ανάμεσα στο ρεαλισμό και τη θεατρική ποιητικότητα. Λειτουργικά, χωρίς να αποσπούν την προσοχή, ντύνουν την παράσταση με λιτότητα και ουσία.
Ο φωτισμός αποτελεί καθοριστικό αφηγηματικό εργαλείο στην παράσταση. Οι Ιωάννα Αθανασίου και Τάσος Παλαιορούτας δημιουργούν έντονες ατμοσφαιρικές εναλλαγές, φωτίζοντας όχι μόνο σκηνικά μέρη αλλά και ψυχικές καταστάσεις.
Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, είναι διακριτική, λειτουργεί μεθοδικά και υπόγεια. Δεν επιβάλλεται, αλλά ενισχύει συναισθηματικά τις σκηνές, δημιουργώντας ένα ηχητικό τοπίο που κρατά τον θεατή σε συναισθηματική εγρήγορση.
Οι ηχογραφημένες φωνές που πλαισιώνουν την παράσταση λειτουργούν καθοριστικά στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος του ήρωα:
Η φιγούρα της Μάρθας – που ποτέ δεν εμφανίζεται στη σκηνή – υπάρχει ωστόσο σχεδόν σωματικά μέσα από τις φωνές και τις χειρονομίες-αναπαράσταση του πρωταγωνιστή. Η Ευαγγελία Καρακατσανη, δίνοντας φωνή στην Martha, καταφέρνει να ενσαρκώσει αυτή την αλλόκοτη, τρομακτικά αληθινή παρουσία: μια γυναίκα γύρω στα 45, στρόγγυλη, που είναι πάντα ιδρωμένη τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Η ηθοποιός αποδίδει με τρομακτική ακρίβεια την παράνοια, τη μοναξιά, αλλά και την ανθρώπινη ικεσία της χαρακτήρα.
"Η Μartha είναι ένας άνθρωπος εκτός του πλαισίου κοινωνικής κατανόησης, τόσο μπερδεμένος όσο δεν έχω υποστηρίξει ποτέ σε οποιαδήποτε συναινετική σχέση αγάπης."

Οι υπόλοιπες φωνές πλέκουν έναν ηχητικό κόσμο που αγκαλιάζει, πιέζει και τελικά καταπίνει τον ήρωα.
(Στρατής Χατζησταματίου ως Μπάρμαν, Σεσίλ Μικρούτσικου ως Τέρι, Κωνσταντίνα Μικρούτσικου ως Μητέρα, Στέργιος Μικρούτσικος ως Ντάρεν, Αλεξάνδρα Μικρούτσικου ως Μπίτι, Στεργιος Μικρούτσικος ως Ντάρεν, Αλεξάνδρα Μικρούτσικου ως Μπίτι, Κώστας Μάρης ως πατερας και Τονια Μαράκη ως φωνή τηλεφωνητή.)
"Το γέλιο της Martha είναι πραγματικό – απίστευτο, χαρούμενο, μαγικό... κι όμως, ανησυχητικό. Είναι το γέλιο που σε κάνει να νιώθεις άβολα, σαν να γελάς με κάτι που δεν πρέπει. Κι όμως, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς."

Τηλεοπτική Vs. Αληθινή Martha
Αυτό που κάνει την παράσταση ακόμη πιο καθηλωτική είναι το γεγονός ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία. Ο δημιουργός του έργου, Richard Gadd, δεν αφηγείται απλώς έναν ρόλο – αφηγείται τη δική του προσωπική εμπειρία, με όλα της τα τραύματα, τις ενοχές, τη σύγχυση και τον φόβο. Αυτή η γνώση βαραίνει κάθε λέξη, κάθε βλέμμα, κάθε σιωπή. Το κοινό δεν παρακολουθεί έναν ήρωα, παρακολουθεί έναν άνθρωπο που τόλμησε να εκτεθεί ολοκληρωτικά.
Ίσως γι’ αυτό και με άγγιξε τόσο βαθιά αυτή η παράσταση. Έχοντας βιώσει κάτι παρόμοιο με μια φίλη σε φιλικό επίπεδο, αναγνώρισα στο έργο τον ψυχικό αποπροσανατολισμό, τη σύγχυση, την ενοχή που δεν σου ανήκει αλλά την κουβαλάς. Το stalking, όταν συμβαίνει μέσα σε σχέσεις — είτε ερωτικές είτε φιλικές — δεν είναι αστείο, δεν είναι γραφικό, δεν είναι «παραξενιά». Είναι κάτι βαθιά ψυχοφθόρο, ένα είδος σιωπηλής βίας που αφήνει σημάδια χωρίς μώλωπες. Και η παράσταση το απέδωσε αυτό με τρομακτική ακρίβεια.
Το Baby Reindeer είναι μια παράσταση που, πέρα από θέατρο, γίνεται εμπειρία – βίωμα. Είναι η στιγμή που γελάς, ενώ δεν πρέπει. Που συμπονάς, ενώ δεν το αξίζει. Που βλέπεις τον εαυτό σου σ’ έναν άνθρωπο τόσο μπερδεμένο, που μοιάζει να μην ανήκει πουθενά.
https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/baby-reindeer-mikro-tarandaki/