Συνέντευξη με τον Γιάννη Χατζόπουλο, με αφορμή την παρουσίαση της νέας του συλλογής διηγημάτων «Υπήρχαν και στην πόλη μας στοιχειά» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άνω Τελεία

Συνέντευξη με τον Γιάννη Χατζόπουλο, με αφορμή την παρουσίαση της νέας του συλλογής διηγημάτων «Υπήρχαν και στην πόλη μας στοιχειά» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άνω Τελεία

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Γράφτηκε από  Χρύσα Κοκκίνου Μάιος 28 2025 μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς

Με αφορμή την παρουσίαση της νέας του συλλογής διηγημάτων «Υπήρχαν και στην πόλη μας στοιχειά» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άνω Τελεία, ο Γιάννης Χατζόπουλος μάς μιλά για τις ιστορίες που ζωντανεύουν τα φαντάσματα της καθημερινότητας — εκείνα που κατοικούν στα πατρικά σπίτια, στις γειτονιές της πόλης και στις παιδικές μας σιωπές. Έξι συν ένα διηγήματα που αγγίζουν το υπερφυσικό μέσα από μια οικεία, ανθρώπινη ματιά.

Η παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 2 Ιουνίου στις 7:00 μ.μ. στον Τεχνοχώρο Φάμπρικα (Μεγ. Αλεξάνδρου 125, Κεραμεικός), με ομιλητές τη φιλόλογο Γεωργία Καραβανίδου, την τραγουδοποιό και ερμηνεύτρια Μαρία Παπαγεωργίου και τον φιλόλογο Ισίδωρο Γιαμπίλη.

Λίγες ημέρες πριν τη συνάντηση με το κοινό, ο συγγραφέας μάς μιλά για την έμπνευσή του, τη δύναμη των ανείπωτων ιστοριών και τα στοιχειά που επιμένουν να μας ακολουθούν.

1. Ο τίτλος «Υπήρχαν και στην πόλη μας στοιχειά» παραπέμπει σε ένα είδος υπόγειας αποκάλυψης. Ποια «στοιχειά» ανασύρονται εδώ και τι τα καθιστά επίκαιρα σήμερα;

Δεν ξέρω αν είναι υπόγεια, είναι σίγουρα όμως αποκάλυψη. Οι ιστορίες και οι εικόνες τους, όλα τα «στοιχειά» δηλαδή που ανασύρονται στο βιβλίο μού αποκαλύφθηκαν σιγά-σιγά -ίσως για να μην με τρομάξουν- στη διάρκεια της μεγάλης αυτής αναζήτησης που ακούει στο όνομα της ψυχοθεραπείας. Έτσι, νομίζω ότι αυτό ακριβώς τα καθιστά επίκαιρα: όχι η φύση τους ως στοιχειά, αλλά η αποκάλυψή τους, η οποία δεν έγινε καθόλου υπόγεια, αλλά μπαίνοντας στους διαδρόμους που ζούσαν όλα μαζεμένα και ρίχνοντάς τους φως. Το να αποκαλύπτεις φωτίζοντας και να ξορκίζεις τα στοιχειά που σε καταδιώκουν νομίζω ότι θα είναι πάντα επίκαιρο, ειδικά στην τέχνη.

2. Το βιβλίο σας μοιάζει να λειτουργεί σαν μια “αρχειοθέτηση” του τραύματος, της απώλειας, της Ιστορίας. Ποια ήταν η πρόθεσή σας πίσω από τη συγκρότηση αυτής της συλλογής διηγημάτων;

Όπως είπα και προηγουμένως, η αρχική μου πρόθεση ήταν περισσότερο να ανακαλύψω όσα με έχουν τραυματίσει και να τα διαχειριστώ πρώτα εγώ μέσω της γραφής, παρά να κάνω κάτι μεγαλύτερο ή να πω κάτι περισσότερο. Ωστόσο, ναι, φαίνεται ότι λειτούργησε και σαν μια αρχειοθέτηση πάλι, όμως, με την ίδια στόχευση, την αποκάλυψη του τραύματος. Όταν αρχειοθετείς κάτι, ξέρεις τι έχεις και πώς να το διαχειριστείς. Σταματά το χάος να κάνει κουμάντο και έχεις πια εσύ το πάνω χέρι.

3. Η πόλη, ως γεωγραφία αλλά και ως ψυχισμός, αναδύεται σχεδόν σαν χαρακτήρας. Πώς διαμορφώθηκε η σχέση της λογοτεχνίας με τον αστικό χώρο μέσα στο βιβλίο;

Πριν κάποια χρόνια, όταν ξεκίνησα δειλά-δειλά να επικοινωνώ τα όσα γράφω, συζητούσα με μια φίλη ότι με προβληματίζει το γεγονός ότι οι επιρροές μου φαίνονται με έναν ανώριμο τρόπο στα γραπτά μου. Τότε οι επιρροές μου ήταν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ή το «Γκιάκ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου, κείμενα τα οποία έχουν έντονα μέσα τους την επαρχία, την οποία προφανώς εγώ δεν γνωρίζω και δεν μπορούσα να μεταβολίσω. Έτσι, η συγκεκριμένη φίλη με προέτρεψε να γράψω για όσα γνωρίζω καλά: την πόλη, το σπίτι, τη γειτονιά. Αργότερα, άκουσα και τον Θοδωρή Γκόνη να μιλάει για στίχους που έχουν γραφτεί όχι «στο πόδι» αλλά «με το πόδι», εννοώντας ότι έγραφε περπατώντας και «μελετώντας» το γύρω και το εντός του, και συνειδητοποίησα πως κάπως έτσι μοιάζει η λογοτεχνία που μου ταιριάζει παραπάνω. Είχα και βαθιά την επιρροή του Χρήστου Οικονόμου που, ειδικά στο «Κάτι θα γίνει, θα δεις» γράφει αυστηρά για τη γειτονιά που μεγάλωσε και με αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε κάπως η έννοια της πόλης μέσα μου, η οποία έγινε τελικά και χαρακτήρας και συνοδοιπόρος στο βιβλίο αυτό.

4. Το «υπήρχαν» στον τίτλο κουβαλά μια μελαγχολία. Θεωρείτε ότι η σύγχρονη κοινωνία έχει καταπιεί τα στοιχειά της; Ή απλώς δεν τα αναγνωρίζει;

Σίγουρα δεν τα αναγνωρίζει όσο σίγουρα τα έχει καταπιεί και την έχουν βαρυστομαχιάσει. Όπως όταν καίμε τα δέντρα και μετά έρχεται μια πλημμύρα και -ανόητα- αναρωτιόμαστε πώς έγινε όλο αυτό, μην αναγνωρίζοντας τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ της μη ύπαρξης δέντρων και της πλημμύρας, έτσι δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε ότι όταν μεταφέρεις την καμένη γη μέσα σου και δεν φροντίζεις για μια «αναδάσωση», θα έρθει και για σένα μια πλημμύρα που καθόλου λυτρωτική δεν θα είναι. Θα κουβαλάει ό,τι μπάζο και λάσπη βρήκε στον δρόμο της. Φυσικό φαινόμενο είναι κι αυτό και λειτουργεί με τέτοιον τρόπο. Η σύγχρονη κοινωνία θεωρώ ότι είναι μια βαρυστομαχιασμένη κοινωνία που έχει πέσει σε λήθαργο και δεν τη νοιάζουν ούτε τα στοιχειά που κουβαλάει, ούτε ότι θα τα μεταφέρει και στη νεότερη κοινωνία που έρχεται. Τώρα, όσον αφορά τη χρήση του «υπήρχαν» αντί του «υπάρχουν», ναι, κουβαλά μια μελαγχολία που πηγάζει, μάλλον, από την ανάγκη της αφήγησης όσων πέρασαν.

5. Μέσα στην συλλογή διακρίνουμε μια ετερογένεια ύφους αλλά και μια ομοιογένεια αίσθησης. Ποιο ήταν το νήμα που συνέδεσε τις φωνές μεταξύ τους;

Τα «στοιχειά» συνδέουν περισσότερο τις φωνές μεταξύ τους. Η ετερογένεια ύφους είναι κάτι που λίγο-πολύ επιδίωξα μέσα στο βιβλίο. Ήθελα να υπάρχουν διαφορετικές οπτικές, ιστορίες που να μιλούν όμως για την ίδια, κοινή ρίζα των ανθρώπων· το τραύμα και τον φόβο που σου αφήνει.

6. Στο έργο παρατηρείται μια έντονη συνείδηση της ιστορικής στιγμής, αλλά με στοχαστικό βάθος και όχι κραυγή. Πώς επιτυγχάνεται αυτή η ισορροπία;

Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα μια κραυγή και χαίρομαι που ο στόχος επετεύχθη. Γύρω από τον κάθε τραυματισμό και την κάθε απώλεια υπάρχει και η ανάγκη του θρήνου. Αν θρηνούσα εγώ μέσα στο βιβλίο, θα υπήρχε και η κραυγή που είναι φυσική αντίδραση και ένα από τα στάδια του θρήνου. Αντ’ αυτού επέλεξα να αφήσω τους ήρωες των ιστοριών μου να θρηνήσουν και εγώ απλά να είμαι δίπλα τους, να τους πιάνω το χέρι και να τους ακούω. Νομίζω ότι έτσι επιτυγχάνεται η ισορροπία. Τα κείμενα εξάλλου γράφτηκαν έχοντας περάσει εγώ ο ίδιος το στάδιο της οργής που εμπεριέχεται μέσα στη θρηνητική διαδικασία και αυτό νομίζω ότι με εξάσκησε και τελικά με βοήθησε σε όλο αυτό που συζητάμε.

7. Αν αυτό το βιβλίο λειτουργεί σαν αρχείο, τι θέλατε να διασωθεί για τις επόμενες γενιές; Και τι να ξεχαστεί οριστικά;

Αγχωτική σκέψη το να λειτουργήσει σαν αρχείο για τις επόμενες γενιές. Νομίζω θα ήθελα να βγάλουν όλο το κάλυμμα των ιστοριών, τους χαρακτήρες τους, την πλοκή, τα πάντα και να κρατήσουν μόνο την εξωτερίκευση του πόνου, της πληγής. Πώς το έλεγε και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου; «Όποιος πονά και δεν το φανερώνει, κάνει τον πόνο άρχοντα». Να μιλάμε, για να μπορούμε μακροπρόθεσμα να είμαστε καλά και βραχυπρόθεσμα να βρούμε ένα αυτί να μας ακούσει, ένα χέρι να μας κρατήσει.

8. Πρόκειται για την πρώτη σας λογοτεχνική προσπάθεια που εκδίδεται. Ποια είναι τα επόμενά σας σχέδια;

Προς το παρόν προσπαθώ να χαρώ την πρώτη μου έκδοση, την παρουσίασή της, τα θετικά (ή και αρνητικά) σχόλια και να διαχειριστώ το άγχος της έκθεσής μου στον κόσμο. Από την άλλη, πάντα υπάρχουν κείμενα που περιμένουν υπομονετικά σε κάποιον φάκελο του υπολογιστή ή σε κάποια σελίδα τετραδίου και περιμένουν να δουλευτούν και να βγουν έξω. Όταν καταλαγιάσει λίγο το τρέξιμο της πρώτης έκδοσης, μάλλον μέσα στο καλοκαίρι, θα ξεκινήσω να δουλεύω και καινούρια κείμενα, να δω πού μπορούν να φτάσουν.

Περισσότερα για το βιβλίο: https://anoteleia.gr/yphrxan_kai_sthn_polh_mas_stoixeia_xatzopoulos

 

Οπισθόφυλλο

Όταν κάθε καλοκαίρι τα παιδιά της πόλης πηγαίναμε στα χωριά μας, τα ξαδέρφια και οι φίλοι που ζούσαν μόνιμα εκεί είχαν πάντα κάτι να πουν· ιστορίες γι’ αγρίους, φαντάσματα, στοιχειά, νεράιδες. Ιστορίες που ακούγαμε βουβοί, άλαλοι, σαν να μην είχαμε τι να πούμε.

Κι όμως, στις πόλεις και στα σπίτια μας είχαμε κι εμείς στοιχειά. Μόνο που οι δικές μας ιστορίες δεν λέγονταν...

Έξι συν ένα διηγήματα για φαντάσματα που στοίχειωναν τις πολύβουες γειτονιές, τα πατρικά σπίτια, τα εφηβικά δωμάτιά μας. Και που συνεχίζουν να στοιχειώνουν τις ενήλικες ζωές μας.

Δυο λόγια για τον συγγραφέα

Ο Γιάννης Χατζόπουλος (Αθήνα, 2000) είναι φιλόλογος, απόφοιτος του τμ. Φιλολογίας ΕΚΠΑ. Παράλληλα κάνει ραδιόφωνο και παίζει μουσική.

 

Επιλέξτε Θέατρο

Θέατρο

Επιλέξτε Παράσταση

Παράσταση

Σύνθετη Αναζήτηση

Είδος

Ημέρα

Περιοχή

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Banner Ελευσίνια Μυστίρια Φεστιβαλ Ηλιουπολης 1

« Σεπτέμβριος 2025 »
Δευ Τρί Τετ Πέμ Παρ Σάβ Κυρ
1 2 3 4 5 6 7
8 9 10 11 12 13 14
15 16 17 18 19 20 21
22 23 24 25 26 27 28
29 30          

ΘΕΑΤΡΟ.GR Τα πάντα για το Θέατρο

Θέατρο Παραστάσεις: Όλος ο κόσμος του Θεάτρου στην οθόνη σου! Παραστάσεις, κριτικές, συνέντευξεις, διαγωνισμοί κ.α.

O ιστότοπος μας χρησιμοποιεί cookies για βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση αυτού του ιστοτόπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies.