Συνέντευξη με τη Σοφία Βγενοπούλου, σκηνοθέτιδα της παράστασης «Εγώ κι Εσύ»
1. Τι σας συγκίνησε περισσότερο στο έργο της Λόρεν Γκάντερσον και σας ώθησε να το ανεβάσετε στη σκηνή;
Με συγκίνησε βαθιά ότι το έργο μιλά για τη ζωή και τον θάνατο χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, μέσα από τη φωνή δύο εφήβων. Εγώ θεωρώ ότι η εφηβεία είναι μια ηλικία όπου το πάθος για ζωή είναι αδιαπραγμάτευτο — μια εποχή που όλα βιώνονται στα άκρα, με μια αθωότητα και μια ένταση που μπορούν να σε παρασύρουν. Αυτή η ορμή, η επιθυμία να αγαπήσεις χωρίς φόβο και να ρισκάρεις τα πάντα για μια στιγμή αλήθειας, είναι κάτι βαθιά συγκινητικό. Είδα σ’ αυτό το έργο μια πραγματική συνομιλία με νέους ανθρώπους και την φλόγα που δεν έχει ακόμα μάθει να φοβάται. Η ενέργεια των δύο χαρακτήρων είναι κολλητική· θυμίζει σε όλους μας πώς είναι να ζεις με ανοιχτή καρδιά, χωρίς υπολογισμούς. Δεν είναι απλώς μια ιστορία εφηβείας· είναι μια ιστορία για το πώς το πάθος της νιότης μπορεί να φωτίσει ακόμη και τα πιο σκοτεινά σημεία της ανθρώπινης εμπειρίας — για το πώς, ακόμη και στην πιο εύθραυστη στιγμή της, η ζωή έχει τη δύναμη να αγγίξει, να εμπνεύσει και να μεταμορφώσει.
2.Το «Εγώ κι Εσύ» αγγίζει βαθιά ανθρώπινα θέματα μέσα από την απλότητα της εφηβείας. Πώς δουλέψατε με τους ηθοποιούς για να αποδώσουν αυτή την εύθραυστη ισορροπία;
Η πρόκληση στο «Εγώ κι Εσύ» ήταν να αποφύγουμε κάθε επιτήδευση και να κρατήσουμε την αλήθεια της στιγμής – όχι απλά μια «ερμηνεία». Η Λόρεν Γκάντερσον καταφέρνει κάτι σπάνιο: δίνει φωνή σε μια ηλικία που συχνά υποτιμάται ως «ανώριμη» ή «προβληματική», ενώ στην πραγματικότητα είναι ίσως η πιο ανυπόκριτα αληθινή περίοδος της ζωής.
Με τους ηθοποιούς δουλέψαμε πάνω σ’ αυτήν ακριβώς την αντίφαση: την ευθραυστότητα και τη δύναμη της εφηβείας. Και οι δύο είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες, πολύ νέοι, με βαθιά ευαισθησία και γενναιοδωρία. Από την αρχή προσέγγισαν τη διαδικασία με αφοσίωση, διάθεση για εξερεύνηση και με εκείνον τον ενθουσιασμό που κάνει τη δουλειά στο θέατρο να μοιάζει με παιχνίδι – αλλά ένα παιχνίδι που ψάχνει την αλήθεια. Δεν επιχειρήσαμε να «παίξουμε» τους εφήβους. Αντίθετα, ψάξαμε να καταλάβουμε τι σημαίνει να είσαι έφηβος: να ζεις τα πάντα απόλυτα, να αμφιβάλλεις, να ερωτεύεσαι, να δοκιμάζεις τα όριά σου, να θες να δώσεις νόημα στη ζωή σου. Οι ηθοποιοί έφεραν μαζί τους αναμνήσεις, εμπειρίες, ακόμα και κουτιά με μικρά αναμνηστικά των εφηβικών τους χρόνων – όχι για να μιλήσουν για τον εαυτό τους, αλλά για να επαληθεύσουμε σαν ομάδα ότι η εφηβεία, παρά την απλότητά της, κουβαλά τεράστιο βάθος και ευαισθησία.
Για μένα, αυτό είναι και η ουσία του θεάτρου: να δημιουργείς έναν κόσμο που σε γοητεύει, όχι μόνο γιατί σου θυμίζει κάτι δικό σου, αλλά και γιατί σου αποκαλύπτει κάτι άλλο, κάτι μακρινό, αλλά βαθιά ανθρώπινο, ότι κι αν είναι αυτό.
3. Ως δημιουργός που έχει ταυτιστεί με το «θέατρο για νέους», πώς βλέπετε τον ρόλο του σύγχρονου θεάτρου απέναντι στη νεανική ψυχή;
Το θέατρο δεν πρέπει να αντιμετωπίζει τους νέους ως κοινό που «πρέπει να εκπαιδευτεί», αλλά ως ανθρώπους που έχουν ήδη φωνή, ευαισθησία και αντίληψη. Ο ρόλος του είναι να ανοίγει χώρους όπου η εμπειρία τους αναγνωρίζεται, ακούγεται και τιμάται. Το θέατρο, άλλωστε, είναι μια τέχνη που θέτει ερωτήματα, όχι που δίνει έτοιμες απαντήσεις. Επιτρέπει στους θεατές να αναζητήσουν τις δικές τους αλήθειες, να συναντήσουν με τη φαντασία τους τη δική μας. Κι αυτή η διαδικασία είναι βαθιά απελευθερωτική — ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους, τους δίνει χώρο να αμφισβητήσουν, να συγκινηθούν, να εμπλακούν ενεργά στη δημιουργία νοήματος.
Αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με ορισμένες σύγχρονες εκπαιδευτικές τάσεις που προωθούν τη συμμόρφωση και την συνεχή αξιολόγηση, αλλά και με πολλές μορφές ψυχαγωγίας που καταναλώνονται παθητικά, χωρίς χώρο για στοχασμό. Το θέατρο λειτουργεί αλλιώς: διεκδικει εμπλοκή και προβληματισμό, και ξυπνάει την φαντασία για να διευρύνει την γνώση μας για την ανθρώπινη κατάσταση. Εγώ θεωρώ ΄τοι αυτό είναι απίστευτα ανακουφιστικό για έναν νέο άνθρωπο που αγωνιά να ορίσει πώς θέλει να ζήσει. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι νέοι χρειάζονται τέτοιους χώρους συναισθηματικής ειλικρίνειας — μακριά από τον θόρυβο της εικόνας και της ταχύτητας. Το θέατρο μπορεί να γίνει ένας τέτοιος χώρος: καταφύγιο, καθρέφτης, τόπος διαλόγου και, πάνω απ’ όλα, τόπος συγκίνησης.
4. Το έργο μιλά για την ανάγκη επικοινωνίας, ακόμα και μέσα από την ασθένεια και την απομόνωση. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μήνυμα που έχει σήμερα, το 2025, αυτή η ιστορία;
Το έργο παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο και το 2025, γιατί μιλά για κάτι που νιώθουμε όλοι, αλλά οι νέοι ιδιαίτερα: την ανάγκη να βγεις από τον μικρόκοσμο του αλγορίθμου και της προσωπικής σου κοινωνίας, όπου όλα μετριούνται σε likes, φίλους και εικόνες. Ζούμε σε μια εποχή που η έμφαση στην εικόνα μας κανει ψευτικους, επιφυλακτικούς και συχνά ανασφαλείς. Το να κρίνουμε συνεχώς τον εαυτό μας μέσα από το πώς φαινόμαστε στους άλλους ή πώς μας αντιλαμβάνονται, μας απομακρύνει από μια πραγματικη σύνδεση.
Η πραγματική επικοινωνία δεν είναι ένα μήνυμα στο κινητό, δεν είναι ένα emoji ή μια ανάρτηση· είναι βλέμμα, αναπνοή, κοινός παλμός. Είναι η τόλμη να φέρεις τον εαυτό σου απέναντι σε έναν άλλον άνθρωπο, ακόμη κι όταν φοβάσαι. Και αυτό που αναδεικνύει αυτή η ιστορία είναι ότι ένας άλλος άνθρωπος μπορεί να φέρει φως στη ζωή σου, κι εσύ μπορείς να φέρεις φως στη δική του. Το μήνυμα είναι απλό, αλλά τεράστιο: η ζωή αξίζει μόνο όταν παίρνεις ρίσκο να αγαπήσεις, να συνδεθείς και να αφήσεις τον άλλο να σε αγγίξει.
5. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη σκηνοθεσία αυτού του έργου; Υπήρξε κάτι που σας δυσκόλεψε ή σας εξέπληξε κατά τη διάρκεια των προβών;
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να κρατήσουμε τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και την τραγικότητα. Το έργο είναι γεμάτο ανάλαφρες στιγμές, αλλά πίσω τους υπάρχει ένα βαθύ υπαρξιακό ρήγμα, ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Έπρεπε να ψάξουμε και να παλέψουμε με αυτή την συνθήκη χωρίς να το κάνουμε μελόδραμα. Να σας πω την αλήθεια με εξέπληττε κάθε μέρα στην πρόβα πόσο καλογραμμένο ήταν και πόσο σθεναρά η συγγραφέας στήριξε και εστίασε στην σημασία των ανθρώπινων δεσμών που νομίζω ότι είναι και στο κέντρο των ανησυχιών της.
6. Αν μπορούσατε να πείτε μία φράση στους θεατές λίγο πριν μπουν στην αίθουσα για να δουν την παράσταση, ποια θα ήταν;
Θα δανειζομουνα μια αγαπημενη φραση από το ποιημα του Γουιτμαν:
«Έλα να σταματήσουμε αυτήν τη μέρα κι αυτήν τη νύχτα μαζί και τότε θα σου ανήκει η ρίζα όλων των ποιημάτων, θα σου ανήκουν όλα τα καλά της γης και του ήλιου- και μας μένουν εκατομμύρια ήλιοι ακόμα».
Και θα προσθετα, μην ψάξετε να καταλάβετε τα πάντα. Η ζωή μετριέται —τελικά— όχι από όσα είπαμε, αλλά από το πόσο βαθιά αγαπήσαμε.
Πληροφορίες και εισιτήρια παράστασης: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/ego-ki-esy/

