Συνέντευξη με τον Γιώργο Ανδρουτσόπουλο με αφορμή την παράσταση «Η ΒΡΟΧΗ ΜΕΣΑ ΤΗΣ»
1)Η παράσταση κινείται ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαντασίωση, με έντονη νουάρ ατμόσφαιρα. Πώς καταφέρατε να αποδώσετε τη ρευστότητα ανάμεσα σε αυτά τα δύο επίπεδα στο θεατρικό σανίδι;
1) Η συγγραφική ευφυία του Γιάννη Παπάζογλου, δημιούργησε τους δύο ήρωες του έργου, τον «Ανδρέα» τον οποίο υποδύομαι, και την «Θάλεια» που υποδύεται η κα Ελένη Σταυράκη. Ο «Ανδρέας» είναι ένα πλάσμα που κινείται παράλληλα μεταξύ της ονειροφαντασίας και της πραγματικότητας. Ως σινεφίλ χαρακτήρας, συχνά συγχέει αυτές τις δύο καταστάσεις και περνά εύκολα από την μια στην άλλη, συχνά ταυτίζοντάς τες. Έτσι δομείται ένας χαρακτήρας που σπάνια ζει την «αλήθεια», παράλληλα όμως για να υπάρξει, πρέπει να την εφεύρει , διαφορετικά, στην άκρη του μυαλού του, καραδοκεί η αστάθεια και η τρέλα. Με τον σκηνοθέτη Θωμά Μαυρογόνατο, ισορροπήσαμε τον κλονισμένο ψυχισμό του ήρωα και χτίσαμε έναν χαρακτήρα, που προσπαθεί να επιβιώσει ως ένας «φύλακας άγγελος» της ίδιας του της ύπαρξης, και ίσως και της ύπαρξης κάποιου άλλου...
2)Τα θέματα της παράστασης – τραυματικές σχέσεις, ενοχές, φόβος της αρρώστιας και της μοναξιάς – είναι πολύ προσωπικά και βαθιά ανθρώπινα. Πώς αντιμετωπίσατε τη λεπτή ισορροπία μεταξύ δραματικού και ψυχολογικού φορτίου;
2) Θα πρέπει αρχικά να συνομολογήσουμε ότι το «τραύμα» που όλοι βιώνουμε, ή βιώσαμε ή θα βιώσουμε, είτε ως ενοχή, είτε ως τραυματική εμπειρία, είτε ως φόβος, υπάρχει παντού μέσα μας. Ο φόβος του θανάτου π.χ., της αρρώστιας, της μοναξιάς, εγείρουν ερωτήματα στον ίδιο τον εαυτό μας. Από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε όλα αυτά τα ερωτήματα στην πραγματικότητα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και η κατάσταση της ψυχικής μας υγείας. Δραματοποιώντας το ψυχικό φορτίο του τραύματος, συναισθάνεσαι και επιδιώκεις την λύτρωση μέσα από αυτές τις λεπτές ισορροπίες .
3)Ο άγνωστος επισκέπτης και ο αιθουσάρχης δημιουργούν έναν χώρο όπου αναδύονται φαντασιώσεις και παραισθήσεις. Ποιοι ήταν οι πιο σημαντικοί σκηνοθετικοί ή δραματουργικοί τρόποι για να ζωντανέψει αυτή η μαγική ατμόσφαιρα;
3) Θα έλεγα με τις γρήγορες εναλλαγές εικόνων που ακολουθούν τον συναισθηματικό καταιγισμό των ηρώων και με την σκηνοθετικά δοσμένη κινηματογραφική ροή. Η μουσική επένδυση επίσης, που επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης, με υπέροχα μουσικά περάσματα ανάμεσα στις σκηνές. Η βιρτουόζικη κάλυψη στον ήχο και στον φωτισμό της Ζωής Τριανταφυλλίδη καθώς και η πολύ σημαντική βοήθεια σε όλα τα επίπεδα του θεατρώνη μας, κυρίου Γιώργου Λιβανού.
4)Η παράσταση θίγει και κοινωνικά ζητήματα – οικονομική κρίση, πρόσφυγες, εκποίηση αξιών, διαφθορά. Πώς συνδέονται αυτά τα κοινωνικά θέματα με το ψυχολογικό παραλήρημα των ηρώων;
4) Όλα αυτά τα κοινωνικά ζητήματα, δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν από την γραφή του κυρίου Παπάζογλου, ενός συγγραφέα με έντονη κοινωνική και πολιτική ευαισθησία. Η ελευθερία με την οποία προσεγγίζεται το όνειρο, η φαντασία και η πραγματικότητα στο έργο, επιτρέπουν υποκριτικά να υπερβούμε όρια ψυχολογικά, εντάσσοντας το «τραγικό», μέσα στην καθημερινότητα των ηρώων.
5)Η βροχή λειτουργεί σαν μουσική υπόκρουση και στοιχείο που νοτίζει τα σωθικά των ηρώων. Πώς χρησιμοποιήσατε τη βροχή και τη σκηνογραφία για να ενισχύσετε συναισθηματικά το έργο;
5) Η ύπαρξη της βροχής εκεί που η ψυχή αντιπαλεύει τα σκοτάδια, και αναζητά εναγωνίως την λύτρωση μέσα στην ζωή, αποδίδεται ηχητικά αλλά και ρεαλιστικά σκηνογραφικά προσδίδοντας, όχι μόνο την αίσθηση του υγρού στοιχείου αλλά και την κάθαρση του. Με την βοήθεια φυσικά του λειτουργικού θεάτρου του Γιώργου Λιβανού.
6)Υπάρχει η αίσθηση ότι η παράσταση είναι και μια εξερεύνηση της εξουσίας και της αδυναμίας απέναντί της, τόσο σε προσωπικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Τι σας ώθησε να τοποθετήσετε αυτούς τους δύο άξονες – ψυχολογικό και κοινωνικό – ταυτόχρονα στο έργο;
6) Η αντίδραση, σε κάθε μορφή εξουσίας και χειραγώγησης, είναι ένα υγιές κεφάλαιο στην δομή της κοινωνίας και η όποια αδυναμία του εξουσιαζόμενου, μια ψυχολογική πλευρά που αναζητά μονοπάτια αντίστασης ή απόδρασης. Αυτή η πάλη είναι που προσδιορίζει το έργο αυτό και ο σκοπός μας να αποδοθεί όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρα η τραμπάλα μεταξύ εξουσίας και αδυναμίας που μεταμορφώνονται η μία στην άλλη, σχεδόν εξουθενωτικά.

